- διαπαρίστημι
- διαπαρίστημι,A set up statue of,
τινά JHS10.71
([place name] Lydae).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινά JHS10.71
([place name] Lydae).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek